μερίτης

μερίτης
μερῑτ-ης, ου, , ([etym.] μερίς)
A partaker, sharer,

τῆς ὠφελείας D.32.25

, cf.Plb.4.29.6, Them.Or.5.71b, al.; τινί τινος with one in a thing, Plb.13.8.2: in pl., joint-owners, IG2.1058.
8 [suff] μερῑτ-ικός, ή, όν, of a μερίτης, Lyd.Mag.3.70, Just.Nov.123.16 Intr.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μερίτης — μερίτης, ὁ (ΑM, Μ θηλ. μερῑτις) 1. αυτός που παίρνει μέρος σε κάτι, που συμμετέχει σε κάτι, μέτοχος («τῆς μὲν ὠφελείας τούτους ποιήσας μερίτας», Δημοσθ.) 2. φρ. «μερίτης γίγνομαί τινι» συμμετέχω με κάποιον σε κάτι, γίνομαι συμμέτοχος. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • μερίτης — μερί̱της , μερίτης partaker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερῖται — μερίτης partaker masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερίτας — μερί̱τᾱς , μερίτης partaker masc acc pl μερί̱τᾱς , μερίτης partaker masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τούρκος — ο, θηλ. Τούρκα και Τούρκισσα, Ν 1. αυτός που έχει τουρκική καταγωγή, που ανήκει στο τουρκικό έθνος 2. (κατ επέκτ.) μωαμεθανός («γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν αλλάξεις;») 3. μτφ. α) σκληρός και άσπλαχνος άνθρωπος β) πολύ θυμωμένος,… …   Dictionary of Greek

  • ημισυμερίτης — ἡμισυμερίτης, ο (Μ) ο συμμέτοχος αποικίας, ημισειαστής*, μορτίτης*, καλλιεργητής ξένου κτήματος αμειβόμενος με το μισό τής σοδειάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + μερίτης «αυτός που μετέχει σε κάτι» (< μέρος)] …   Dictionary of Greek

  • μεριτεύομαι — (Α) [μερίτης] μοιράζομαι κάτι με άλλους …   Dictionary of Greek

  • μεριτικός — μεριτικός, ή, όν (ΑM) [μερίτης] μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεριτικά τα μερίδια, τα μερτικά αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μερίτη …   Dictionary of Greek

  • μερτικό — και μερδικό, το (Μ μερτικό[ν] και μερδικό[ν] και ἐμερτικόν και μεριδικόν) 1. αυτό που αναλογεί σε κάποιον από μοιρασιά ή κληρονομιά, μερίδιο («πήρε το μερτικό του από την κληρονομιά και τό πούλησε σε ξένους») 2. ίση ή ανάλογη μερίδα, τμήμα,… …   Dictionary of Greek

  • μερτικός — μερτικός, ή, όν (Μ) λιγοστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεριτ ικός (< μερίτης) με αποβολή τού ι (βλ. λ. μερτικό)] …   Dictionary of Greek

  • συμμερίτης — ὁ, ΜΑ συμμεριστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μερίτης «μέτοχος, συμμέτοχος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”